καταρροικά

καταρροικά
καταρροϊκά , καταρροϊκός
of a catarrh
neut nom/voc/acc pl
καταρροϊκά̱ , καταρροϊκός
of a catarrh
fem nom/voc/acc dual
καταρροϊκά̱ , καταρροϊκός
of a catarrh
fem nom/voc sg (doric aeolic)
καταρροικός
of a catarrh
neut nom/voc/acc pl
καταρροικά̱ , καταρροικός
of a catarrh
fem nom/voc/acc dual
καταρροικά̱ , καταρροικός
of a catarrh
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλέγμα — το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν νεοελλ. 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι 2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια μσν. αρχ. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”